- ανταυγής
- ἀνταυγής, -ές (Α)αυτός που ανακλά φως, φεγγοβόλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)-* + -αυγής < *αύγος, αυγή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνταυγῆ — ἀνταυγής reflecting light neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀνταυγής reflecting light masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀνταυγής reflecting light masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταυγές — ἀνταυγής reflecting light masc/fem voc sg ἀνταυγής reflecting light neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταυγεῖ — ἀνταυγέω reflect light pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνταυγέω reflect light pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνταυγής reflecting light masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνταυγής reflecting light… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταυγεῖς — ἀνταυγέω reflect light pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνταυγής reflecting light masc/fem acc pl ἀνταυγής reflecting light masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανταύγεια — η (Α ἀνταύγεια και γία) [ανταυγής] αντιφέγγισμα, λάμψη … Dictionary of Greek
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek
βλαβεραυγής — ( οῡς), ές (Α) αυτός που προκαλεί βλάβη με τη λάμψη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλαβερός + αυγής < *αύγος, αυγή (πρβλ. ανταυγής, διαυγής, τηλαυγής κ.ά.)] … Dictionary of Greek
χρυσανταυγής — ές, Α (ποιητ. τ.) χρυσαυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἀνταυγής «αυτός που ανακλά φως, που φεγγοβολά»] … Dictionary of Greek